διαφθορά,-ᾶς

διαφθορά,-ᾶς
+ N 1 0-0-9-13-1=23 Jer 13,14; 15,3; 28(51),8; Ez 19,4.8
destruction, corruption (stereotypical rendition of חתשׁ decay, pit, grave) Ps 15(16),10
*Zph 3,6 ἐν διαφθορᾷ with destruction-חתשׁ/ב for MT תשׁב shame
→NIDNTT; TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διαφθορά — διαφθορά̱ , διαφθορά destruction fem nom/voc/acc dual διαφθορά̱ , διαφθορά destruction fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφθορᾷ — διαφθορά destruction fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφθορά — η 1. ο ανήθικος τρόπος ζωής, η ηθική κατάπτωση: Ζει μέσα στη διαφθορά. 2. εξαγορά, δωροδοκία: Η διαφθορά δημόσιων λειτουργών είναι το χειρότερο δείγμα ξεπεσμού των δημόσιων ηθών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαφθορά — η (ΑΝ) 1. (με ηθική έννοια) ηθική εξαχρείωση, κατάπτωση, έκλυση ηθών 2. δωροδοκία, δεκασμός νεοελλ. (για γυναίκα) αποπλάνηση, ατίμαση αρχ. 1. καταστροφή, αφανισμός, θάνατος («τοὺς δέ τινας χειρωσάμενος... ἀπέστειλε ἐπὶ διαφθορῇ», Ηρόδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • διαφθορᾶι — διαφθορᾷ , διαφθορά destruction fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφθοράν — διαφθορά̱ν , διαφθορά destruction fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφθοράς — διαφθορά̱ς , διαφθορά destruction fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφθοραῖς — διαφθορά destruction fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφθοραί — διαφθορά destruction fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφθορᾶς — διαφθορά destruction fem gen sg (attic doric aeolic) διαφθορεύς corrupter masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφθορῆς — διαφθορά destruction fem gen sg (epic ionic) διαφθορέω pres ind act 2nd sg (doric) διαφθορεύς corrupter masc nom pl διαφθορεύς corrupter masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”